εμψύχωση

εμψύχωση
[-ις (-εως)] η
1) оживление (торговли, искусства и т. п.); 2) одушевление; одухотворение (природы, животных); 3) воодушевление, вдохновение, ободрение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "εμψύχωση" в других словарях:

  • εμψύχωση — η (AM ἐμψύχωσις) νεοελλ. 1. ενθάρρυνση, εγκαρδίωση, αναπτέρωση φρονήματος και θάρρους 2. αναζωογόνηση, τόνωση, ενίσχυση μσν. ζωντάνεμα, επαναφορά στη ζωή αρχ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εμψυχώνω, μετάδοση ζωής, ζωογόνηση …   Dictionary of Greek

  • εμψύχωση — η ζωογόνηση, ενθάρρυνση, αναπτέρωση φρονήματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κινούμενα σχέδια — Κινηματογραφικές ή τηλεοπτικές ταινίες, στην κατασκευή των οποίων χρησιμοποιούνται ακολουθίες κατάλληλα σχεδιασμένων σκίτσων, φωτογραφιών ή ηλεκτρονικών σκίτσων, των οποίων η ταχύτατη διαδοχική προβολή δημιουργεί στον θεατή την ψευδαίσθηση της… …   Dictionary of Greek

  • αναθάρρηση — η (ΑΜ ἀναθάρρησις και θάρσησις) απόκτηση ή ανάκτηση θάρρους, εμψύχωση, ενθάρρυνση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. μσν. τ. ἀναθάρσησις < ἀναθαρσῶ και ο τ. αναθάρρηση ( ις) < ἀναθαρρῶ] …   Dictionary of Greek

  • αναπτέρωση — η (Α ἀναπτέρωσις) νεοελλ. ενθάρρυνση, εμψύχωση αρχ. αναστάτωση, θορύβηση (τής ψυχής). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναπτερῶ. Η λ. μαρτυρείται στον νομικό και ιστοριοδίφη Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο (1815 1881)] …   Dictionary of Greek

  • αναστήλωση — η (ΜΑ ἀναστήλωσις) [ἀναστηλῶ, όω] νεοελλ. (σχετικά με αρχιτ. ή άλλο μνημείο) αποκατάσταση, επαναφορά στην αρχική μορφή 2. μτφ. α) σωματική και ψυχική τόνωση, ενδυνάμωση, εμψύχωση β) έγερση, ξεσήκωμα νεοελλ. μσν. φρ. «αναστήλωση ( ις) τών ιερών… …   Dictionary of Greek

  • εγκαρδίωση — η ενθάρρυνση, εμψύχωση …   Dictionary of Greek

  • εμψυχωτικός — ή, ό ο κατάλληλος ή χρήσιμος για εμψύχωση, ενθαρρυντικός, αναζωογονητικός, ζωογόνος. επίρρ... εμψυχωτικώς, ά με τρόπο εμψυχωτικό, ενθαρρυντικά …   Dictionary of Greek

  • ενθάρρυνση — η 1. η ενέργεια τού ενθαρρύνω, εμψύχωση 2. λόγος ή πράξη που δίνει θάρρος σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενθαρρύνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό] …   Dictionary of Greek

  • ζωογόνηση — η (AM ζωογόνησις) [ζωογονώ] νεοελλ. παροχή ζωής, τόνωση, εμψύχωση, αναζωογόνηση, ζωντάνεμα αρχ. γέννηση, παραγωγή έμβιων όντων …   Dictionary of Greek

  • ζωοποίηση — η (Α ζωοποίησις) [ζωοποιώ] η ενέργεια τού ζωοποιώ, ζωογόνηση, εμψύχωση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»